λυγμικός

λυγμικός
-ή, -ό [λυγμός]
λυγμώδης, αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, ολολυγμούς, αναφιλητά («λυγμικό κλάμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λυγμώδης — ες (Α λυγμώδης, ῶδες) [λυγμός] νεοελλ. αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, λυγμικός («λυγμώδης θρήνος») αρχ. αυτός που συνοδεύεται από λόξυγγα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”